ψαχούλεμα

ψαχούλεμα
το, -ατος
1. αναζήτηση, ψάξιμο, έρευνα.
2. πασπάτεμα, ψηλάφηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ψαχούλεμα — έματος, το, Ν [ψαχουλεύω] 1. η ενέργεια τού ψαχουλεύω, επίμονη αναζήτηση, ψάξιμο 2. (κυρίως) ψαύση, άγγιγμα, πασπάτεμα 3. μτφ. ερωτική θωπεία. ψαχουλεύω Ν 1. ερευνώ επίμονα για να βρω κάτι 2. αναζητώ κάτι με την αφή, ψηλαφώ, πασπατεύω 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • πασπάτεμα — το [πασπατεύω] ψαχούλεμα, ψηλάφηση …   Dictionary of Greek

  • χαρχάλεμα — το, Ν [χαρχαλεύω] ψαχούλεμα …   Dictionary of Greek

  • ψηλάφηση — η η ενέργεια του ψηλαφώ, ψηλάφισμα, ψαχούλεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”